- κυριώνω
- κυριώνω (Μ)βλ. κυριώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυριώ — κυριῶ, όω (Α, Μ κυριώνω) [κύριος] μσν. 1. καθιστώ κάτι έγκυρο, επικυρώνω 2. δίνω κύρος σε κάποιον ή σε κάτι 3. πραγματοποιώ, εκπληρώνω 4. εγκαθιστώ κάποιον κάπου 5. επιτρέπω σε κάποιον να υπάρξει 6. μέσ. κυριώνομαι α) καθίσταμαι έγκυρος β)… … Dictionary of Greek